- σπυρίδος
- σπυρίςlarge basketfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SYMANDRUM — instrumentum ligneum, quô hodierni Graeci, in convocando coero sacro, campanae vice utuntur. Melius Semantrum vel Simantrum, quod vide. SYMBOLAE publica convivia, ex singulorum symbolis, instituta, Scriptoribus Ecclesiasticis Α᾿γάπαι, Graecis… … Hofmann J. Lexicon universale
σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… … Dictionary of Greek
σπυριδόν — Α επίρρ. με σχήμα σπυρίδος, καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος «καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν)] … Dictionary of Greek
ՄԱԽԱՂ — (ի, ից.) NBH 2 0189 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. πήρα pera, sacculus. վր. մխէվա՛լի. Պարկ. բակեղէթ. քսակ մեծ կաշեայ կամ մազեայ. քուրձ. խորգ. ... *Ետ ցաղախինն իւր զմախաղն, եւ ելից զնա փոխնտով: Ընկէց ʼի մախաղ կերակրոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)